νομοδείκτης

νομοδείκτης
νομοδείκτης
one who explains laws
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νομοδείκτης — νομοδείκτης, δωρ. τ. νομοδείκτας, ὁ (Α) ερμηνευτής νόμων, νομικός σύμβουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + δείκτης (< δείκνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”